αλλοτε

αλλοτε
    ἄλλοτε
    ἄλλο-τε
    дор. ἄλλοκα adv. в другой раз, в другое время, иногда
    

ἄ. (μέν) …, ἄ. δέ Hom., Plat., ὅτε μέν …, ἄ. δέ Hom., τότε (πότε μέν) …, ἄ. δέ Soph., ἄ. μέν …, τότε δέ Xen., ἄλλοκα μὲν …, ἄλλοκα δέ Theocr. — то …, то …, иногда …, иногда …;

    ἄ. καὴ ἄ. Xen. — от времени до времени;
    ἄ. ἄλλος Aesch., Plat. — то один, то другой;
    ἄλλως ἄ. Aesch. — то так, то иначе


Древнегреческо-русский словарь - М.: ГИИНС. . 1958.

Игры ⚽ Поможем сделать НИР

Смотреть что такое "αλλοτε" в других словарях:

  • ἄλλοτε — at another time indeclform (adverb) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • άλλοτε — επίρρ. (Α ἄλλοτε) (Ν και άλλοτες Μ και ἀλλότες) (για παρελθόν ή μέλλον, συνήθως επαναλαμβανόμενο) σε άλλο χρόνο, άλλη ώρα, άλλη περίσταση, άλλη φορά αρχ. 1. σε συνδυασμό με άλλα επιρρήματα ή με την αντωνυμία ἄλλος «ἄλλως ἄλλοτε», άλλοτε με αυτόν… …   Dictionary of Greek

  • άλλοτε — επίρρ. χρον. 1. άλλη φορά, άλλη ώρα: Να μη σε βρω άλλοτε εδώ. 2. κατά τις περιστάσεις: Άλλοτε κρύος κι άλλοτε ζεστός …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • Ἄλλοτε μητρυιὴ πέλει ἡμέρα, ἄλλοτε μήτηρ. — См. Другие дни, другие сны …   Большой толково-фразеологический словарь Михельсона (оригинальная орфография)

  • Ἄλλοτε μητρυιὴ πέλει ἡμέρη, ἄλλοτε μήτηρ. — См. Иному счастье мать, иному мачиха …   Большой толково-фразеологический словарь Михельсона (оригинальная орфография)

  • αλληλοδανείζομαι — άλλοτε δανείζω σε κάποιον και άλλοτε δανείζομαι από αυτόν. [ΕΤΥΜΟΛ. < αλληλο * + δανείζω ( ομαι)] …   Dictionary of Greek

  • κἄλλοτε — ἄλλοτε , ἄλλοτε at another time indeclform (adverb) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἄλλοτ' — ἄλλοτε , ἄλλοτε at another time indeclform (adverb) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • Αχαρναί και Αχαρνές — (άλλοτε Μενίδι). Πόλη (υψόμ. 180 μ., 75.329 κάτ.) του νομού Αττικής, έδρα του ομώνυμου δήμου της νομαρχίας Ανατολικής Αττικής. Βρίσκεται Δ της Αθήνας, της οποίας ουσιαστικά αποτελεί προάστιο. Στον χώρο του σημερινού δήμου βρισκόταν ο ομώνυμος… …   Dictionary of Greek

  • ἄλλοσε — ἄλλοτε at another time indeclform (adverb) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • Ηνωμένες Πολιτείες της Αμερικής — Επίσημη ονομασία: Ηνωμένες Πολιτείες της Αμερικής Συντομευμένη ονομασία: ΗΠΑ (USA) Έκταση: 9.629.091 τ. χλμ Πληθυσμός: 278.058.881 κάτ. (2001) Πρωτεύουσα: Ουάσινγκτον (6.068.996 κάτ. το 2002)Κράτος της Βόρειας Αμερικής. Συνορεύει στα Β με τον… …   Dictionary of Greek


Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»